συμβουλευτής

συμβουλευτής
συμβουλ-ευτής, οῦ, ,
A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11.
II ([etym.] βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμβουλευτής — adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτής — ο, ΝΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος 2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον αρχ. (στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συμβουλευταῖς — συμβουλευτής adviser masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτήν — συμβουλευτής adviser masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτῶν — συμβουλευτής adviser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτάς — συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc acc pl συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβουλευτέα — συμβουλευτέα , συμβουλευτέος to be given as advice neut nom/voc/acc pl συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc/acc dual συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμβουλευτέα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”